- παραδοτέος
- -α, -ο / παραδοτέος, -α, -ον, ΝΑ [παραδίδωμι]αυτός που πρέπει να παραδοθεί σε κάποιον.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παραδοτέος — to be handed down masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραδοτέος — α, ο αυτός που πρέπει να παραδοθεί: Η σύμβαση ορίζει πως τα εμπορεύματα θα είναι παραδοτέα σε ελληνικό λιμάνι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παραδοτέα — παραδοτέος to be handed down neut nom/voc/acc pl παραδοτέᾱ , παραδοτέος to be handed down fem nom/voc/acc dual παραδοτέᾱ , παραδοτέος to be handed down fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραδοτέον — παραδοτέος to be handed down masc acc sg παραδοτέος to be handed down neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραδοτέας — παραδοτέᾱς , παραδοτέος to be handed down fem acc pl παραδοτέᾱς , παραδοτέος to be handed down fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-τέος — α, ο / τέος, α, ον, ΝΜΑ καταλήξεις ρηματικών επιθέτων με τις οποίες δηλώνεται ότι πρέπει ή οφείλει να γίνει το σημαινόμενο τού ρήματος. Το επίθημα σε τέος, αβέβαιης ετυμολ., φαίνεται ότι αρχικά δεν είχε καμία σχέση με την κατάληξη τός. Μια… … Dictionary of Greek